σκοπῶ

  • 31ευπρόσκοπος — εὐπρόσκοπος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός 2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό σκοπος (< προ + σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί σκοπος, κατά σκοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 32ζεσεοσκόπιο — το συσκευή με την οποία γίνεται η ζεσεοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + σκόπιο (< σκοπώ) πρβλ. επι δια σκόπιο, μικρο σκόπιο] …

    Dictionary of Greek

  • 33θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 34καλειδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλειδοσκόπιο. επίρρ... καλειδοσκοπικώς και ά με το καλειδοσκόπιο, σαν σε καλειδοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. kaleidoscopique < kal (πρβλ. καλ[ο] *) + eido (< είδος) + scopique (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35καλειδοσκόπιο — Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν… …

    Dictionary of Greek

  • 36καλοσκοπώ — καλοσκοπῶ (Μ) κοιτάζω, εξετάζω κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + σκοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 37κοιλιοσκοπία — η ιατρ. η λαπαροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συνδετικό φωνήεν ο + σκοπία (< σκοπῶ < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. κρανιο σκοπία, οιωνο σκοπία] …

    Dictionary of Greek

  • 38κολοσκόπηση — η ιατρ. εξέταση τού παχέος εντέρου σε όλο το μήκος του με τη βοήθεια εύκαμπτου ενδοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coloscopie < colo (< κόλον) + scopie (< σκοπία < σκοπός < σκοπῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 39λιμενοσκόπος — Προσωνυμία της Εκάτης, την οποία θεωρούσαν φύλακα και προστάτισσα των λιμανιών. Με την ίδια προσωνυμία λατρευόταν ο Δίας και ο Απόλλων σε διάφορες πόλεις, ως προστάτες των λιμανιών τους. * * * λιμενοσκόπος, ον (Α) (επίκληση τού Διός, τής… …

    Dictionary of Greek

  • 40μετασκοπώ — μετασκοπῶ, έω (Μ) σκέφτομαι ή εξετάζω πάλι, επανεξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκοπῶ «σκέφτομαι, εξετάζω» (< σκόπος)] …

    Dictionary of Greek