σκοπῶ

  • 21αεροσκόπος — ο ο αερομάντης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αήρ + σκοπός < σκοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 22αιδοιοσκοπία — και σκόπηση, η ιατρική εξέταση τού αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αιδοίο + σκοπώ, πρβλ. αγγλ. edeoscopy] …

    Dictionary of Greek

  • 23ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων …

    Dictionary of Greek

  • 24ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 25βολιδοσκοπώ — ( έω) 1. εξετάζω με βολίδα τον βυθό της θάλασσας 2. προσπαθώ με τρόπο να εξιχνιάσω τις διαθέσεις ή σκέψεις κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολίς ( ίδα) + σκοπώ (< σκοπος < σκοπός). Η λ. βολιδοσκοπώ μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν… …

    Dictionary of Greek

  • 26βροχοσκοπία — και βροχοσκόπηση, η η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + σκοπία < σκοπος < σκοπός βροχοσκόπηση < βροχή +… …

    Dictionary of Greek

  • 27γαλακτοσκόπηση — και γαλακτοσκοπία, η η γαλακτομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα ( κτος) + σκόπηση < σκοπώ γαλακτοσκοπία < γάλα( κτος) + σκοπία < σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην… …

    Dictionary of Greek

  • 28δειλοσκοπώ — (Μ δειλοσκοπῶ, έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι) δειλιάζω, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο (βλ. δειλός) + σκοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 29επανασκοπώ — ἐπανασκοπῶ, έω (Α) [σκοπώ] εξετάζω ξανά, ανασκοπώ («δοκεῑ oὖv μοι χρῆναι ἐπανασκέψασθαι τί καὶ λέγω», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 30ετεροσκοπώ — έω έχω την ιδιότητα τής ετεροσκοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκοπώ] …

    Dictionary of Greek