σκοπῶ
11ορθοσκοπώ — ὀρθοσκοπῶ, έω (Α) εξετάζω κάτι με σωστό τρόπο, εξετάζω ορθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ευθυ σκοπώ] …
12παρασκοπώ — έω, Α λοξοκοιτάζω, ρίχνω πλάγιο βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκοπῶ (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατα σκοπώ] …
13περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 …
14στηθοσκοπώ — έω, Ν (για γιατρό) εξετάζω με επίκρουση και ακρόαση ή με το στηθοσκόπιο τους ήχους τού θώρακα για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + σκοπώ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ραβδο σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο… …
15συμβολοσκοπώ — έω, Μ παρέχω τον εαυτό μου ως σύμβολο, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο σκοπῶ] …
16φυσιοσκοπώ — έω, Α εξετάζω τη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο σκοπῶ] …
17безсъвѣтьныи — (5*) пр. 1.Не получающий советов, действующий по своей воле, безрассудный: вы невѣрованьѥмь болите. и не имете вѣры ни с клѩтвою ни бес клѩтвы. но послѣдуѥму [вм. послѣдуѥмъ?] бесвѣтному разуму. х҃ъ бо с҃нъ вышьнѩго родилъсѩ ѥсть. (τῷ ἀβουλήτῳ …
18άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… …
19αεροσκοπία — η (Μ ἀεροσκοπία) η αερομαντεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + σκοπῶ] …
20αεροσκόπιο — το (Φυσ.) συσκευή με την οποία συγκεντρώνονται για να εξεταστούν τα αιωρούμενα μικροσκοπικά σωματίδια τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + σκόπιο < σκοπώ, πρβλ. αγγλ. aeroscope] …