σκοποῠμαι ὄμμα πανταχοῠ στρέφων

  • 1πανταχού — ΝΜΑ επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ) αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.) 2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek