σκοπεύω

  • 71σκοπείον — τὸ, Α [σκοπός / σκοπεύω] συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῑα αστρονομικό όργανο παρατήρησης …

    Dictionary of Greek

  • 72σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 73σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 …

    Dictionary of Greek

  • 74σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 75σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 76σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 77στοχεύω — Ν [στόχος] 1. κατευθύνω τη βολή τού όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω 2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 78τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …

    Dictionary of Greek

  • 79τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …

    Dictionary of Greek

  • 80υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …

    Dictionary of Greek