σκοπεύω
21σκοπεύων — σκοπεύω pres part act masc nom sg …
22σκόπευσον — σκοπεύω aor imperat act 2nd sg …
23ἐσκόπευεν — σκοπεύω imperf ind act 3rd sg …
24διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… …
25κατατιτύσκομαι — (Μ) (αποθ.) σκοπεύω, σημαδεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτύσκομαι «σκοπεύω, σημαδεύω»] …
26νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …
27συστοχάζομαι — Α σημαδεύω, σκοπεύω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοχάζομαι «σημαδεύω, σκοπεύω» (< στόχος)] …
28κατεσκόπευον — κατά σκοπεύω imperf ind act 3rd pl κατά σκοπεύω imperf ind act 1st sg …
29περισκοπεύουσιν — περί σκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περί σκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
30ἀπεσκόπευον — ἀπό σκοπεύω imperf ind act 3rd pl ἀπό σκοπεύω imperf ind act 1st sg …