σκοντάφτω

  • 1σκοντάφτω — σκοντάφτω, σκόνταψα βλ. πίν. 15 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2σκοντάφτω — και σκοντάβω σκόνταψα 1. προσκρούω σε εμπόδιο κατά το βάδισμα: Μ αυτά τα τακούνια που φοράει όλο σκοντάφτει στο δρόμο. 2. προσκρούω σε εμπόδια: Κάπου σκόνταψε πάλι ο διορισμός του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3σκοντάφτω — και σκοντάβω και λόγ. τ. σκοντάπτω Ν 1. προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκουντουφλώ («σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει», Ερωτόκρ.) 2. συναντώ («να σκοντάβεις όλη μέρα πάνω σε διακονιαρέους και ψεύτες», Βάρν.) 3. δυσκολεύομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 4σκουντουφλώ — σκοντάφτω …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …

    Dictionary of Greek

  • 6περιπταίω — Α 1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.) 2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.) 3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ 4. (κατ επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι 5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή… …

    Dictionary of Greek

  • 7προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… …

    Dictionary of Greek

  • 8σκόνταμμα — το, Ν [σκοντάφτω] 1. το αποτέλεσμα τού σκοντάφτω, πρόσκρουση σε εμπόδιο 2. μτφ. το να συναντά κανείς ή κάτι δυσχέρειες, δυσκολίες …

    Dictionary of Greek

  • 9ακροπατώ — ( άω) 1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 2. παραπατώ, σκοντάφτω 3. περπατώ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πατώ] …

    Dictionary of Greek

  • 10ηθικοπροσκόπτης — ἠθικοπροσκόπτης, ὁ (Μ) στον πληθ. οἱ ἠθικοπροσκόπται (όνομα που αποδίδεται στους οπαδούς μιας αίρεσης) αυτοί που προσκόπτουν, που προσκρούουν στην αρετή, που κάνουν κάτι το οποίο αντίκειται στην αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθική + προσκόπτω «προσκρούω,… …

    Dictionary of Greek