σκολοῖς δρεπάνοις

  • 1σκολοίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «δρεπάνοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολιός] …

    Dictionary of Greek

  • 2σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …

    Dictionary of Greek