1σκλήμα — ήματος, τὸ, Α βλ. σκλήρωμα …
Dictionary of Greek
2σκλήρωμα — το, ΝΑ, και σκλῆμα Α [σκληρῶ] αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα …