σκι
1σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …
2σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl …
4σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg …
5σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl …
6Σκιριτῶν — Σκῑρῑτῶν , Σκιρῖται the Scirites masc gen pl …
7Σκιρωνίδα — Σκῑρωνίδα , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem acc sg Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc nom/voc/acc dual Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc gen sg (doric aeolic) …
8Σκιρωνίδες — Σκῑρωνίδες , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom/voc pl …
9Σκιρωνίδων — Σκῑρωνίδων , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem gen pl …
10Σκιρωνίς — Σκῑρωνίς , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom sg …