σκιφίας

  • 1σκιφίας — σκιφίᾱς , σκιφία fem acc pl σκιφίᾱς , σκιφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc acc pl σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σκιφίας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ξιφίας …

    Dictionary of Greek

  • 3ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… …

    Dictionary of Greek