σκιρ(ρ)-ός

  • 1σκίρ(ρ)ωση — η / σκίρ(ρ)ωσις, ώσεως, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] νεοελλ. ιατρ. νεοπλασία σκιρρώδους φύσεως αρχ. κίρρωση …

    Dictionary of Greek

  • 2σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 3σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή …

    Dictionary of Greek

  • 4σκιρ(ρ)ωνοβορράς — ο, Ν 1. βορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως μαϊστροτραμουντάνα 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Βορρά και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) «είδος ανέμου» + βορράς. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… …

    Dictionary of Greek

  • 5σκιρ(ρ)ωνοζέφυρος — ο, Ν 1. δυτικοβορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως πουνεντομαΐστρος ή μαϊστροπουνέντες 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Ζεφύρου και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) + ζέφυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858… …

    Dictionary of Greek

  • 6σκίρ(ρ)α — ΜΑ (κατά το λεξ. Σούδα) «γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκῖρος* (ὁ)] …

    Dictionary of Greek

  • 7σκιρ(ρ)οδετώ — έω, Ν βλ. σκυροδετώ …

    Dictionary of Greek

  • 8σκιρ(ρ)οκονίαμα — το, Ν βλ. σκυροκονίαμα …

    Dictionary of Greek

  • 9σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός …

    Dictionary of Greek

  • 10σκιρ(ρ)όδεμα — το, Ν βλ. σκυρόδεμα …

    Dictionary of Greek