σκινδαλμός
1σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος …
2σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …
3skē̆ i- — skē̆ i English meaning: to cut, separate Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, scheiden” Note: extension from sek ; initial sound partly also sk̂ , skh , sk̂h , as in the continuing formation Material: I. O.Ind. chyati “… …