σκινδάλᾰμος
1σκινδάλαμος — splinter masc nom sg …
2σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος …
3σκινδαλάμοις — σκινδάλαμος splinter masc dat pl …
4σκινδαλάμους — σκινδάλαμος splinter masc acc pl …
5σκινδαλάμων — σκινδάλαμος splinter masc gen pl …
6σκινδάλαμοι — σκινδάλαμος splinter masc nom/voc pl …
7σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) …
8σκινδαλαμίζω — Μ [σκινδάλαμος] εξετάζω, ερευνώ κάτι πλήρως …
9σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …