σκιμᾱλίζω
1σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… …
2σκιμαλίσω — σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at aor subj act 1st sg σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at fut ind act 1st sg σκιμᾱλίσω , σκιμαλίζω jeer at aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
3σκιμαλιζόντων — σκιμᾱλιζόντων , σκιμαλίζω jeer at pres part act masc/neut gen pl σκιμᾱλιζόντων , σκιμαλίζω jeer at pres imperat act 3rd pl …
4σκιμαλίσαι — σκιμᾱλίσαι , σκιμαλίζω jeer at aor inf act σκιμᾱλίσαῑ , σκιμαλίζω jeer at aor opt act 3rd sg …
5σκιμαλίζειν — σκιμᾱλίζειν , σκιμαλίζω jeer at pres inf act (attic epic) …
6σκιμαλίζεσθαι — σκιμᾱλίζεσθαι , σκιμαλίζω jeer at pres inf mp …
7σκιμαλίζοντος — σκιμᾱλίζοντος , σκιμαλίζω jeer at pres part act masc/neut gen sg …
8ἐσκιμαλίχθαι — ἐσκιμᾱλίχθαι , σκιμαλίζω jeer at perf inf mp …
9ἐσκιμάλισεν — ἐσκιμά̱λισεν , σκιμαλίζω jeer at aor ind act 3rd sg …