σκιητροφέουσι (

  • 1σκιητροφέουσι — σκιατροφέω rear in the shade pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) σκιατροφέω rear in the shade pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… …

    Dictionary of Greek