σκιαχτά
1σκιαχτά — Ν επίρρ. με φόβο, με τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θ. *σκιαχτός < σκιάζω «φοβίζω»] …
2σκιαχτά — επίρρ. τροπ., τρομαγμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1σκιαχτά — Ν επίρρ. με φόβο, με τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θ. *σκιαχτός < σκιάζω «φοβίζω»] …
2σκιαχτά — επίρρ. τροπ., τρομαγμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)