σκιαγραφία
1σκιαγραφία — σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc/acc dual σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2σκιαγραφίᾳ — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) …
3σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …
4σκιαγραφία — η 1. σκιαγράφημα. 2. σχεδίασμα με μαύρο χρώμα μόνο. 3. αναπαράσταση της σκιάς των αντικειμένων στην ιχνογραφία και ζωγραφική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… …
6σκιαγραφίαι — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) …
7σκιαγραφίας — σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem acc pl σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem gen sg (attic doric aeolic) …
8писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… …
9Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция …
10-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …