σκιάς
1Σκιάς — canopy fem nom sg …
2σκιάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. σκιάδα. (II) Ν επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ απλώσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.]. (III) ο, Ν 1. απότομος, τραχύς άνθρωπος 2. συνεκδ. κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …
3σκιάς — σκιά̱ς , σκιά shadow fem acc pl (ionic) σκιάς canopy fem nom sg …
4σκιᾶς — σκιά shadow fem gen sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾶ̱ς , σκιάω overshadow pres ind act 2nd sg (doric) σκιᾶ̱ς , σκιάζω overshadow fut ind act 2nd sg (doric) …
5σκίας — σκίᾱς , σκιάω overshadow imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
6Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Σκιάς, Ανδρέας — Φιλόλογος και αρχαιολόγος (1861 1922). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και της Λιψίας. Διατέλεσε καθηγητής της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της… …
8Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9όνου σκιάς δίκη — Περίφημη παροιμιώδης φράση των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται για όσους φιλονικούν ανόητα. Η φράση αναφέρεται στον ακόλουθο μύθο: Ένας Αθηναίος έμπορος νοίκιασε έναν γάιδαρο και ξεκίνησε για τα Μέγαρα. Επειδή κουράστηκε στη διαδρομή, θέλησε να… …
10Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg …