σκηπτός
1σκηπτός — thunderbolt masc nom sg …
2σκηπτός — ὁ, Α [σκήπτω] 1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.) 2. μτφ. α) καταιγίδα β) ανεμοστρόβιλος γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ πιόντος πολεμίων», Ευρ.) δ) είδος παρασίτου 3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» λοιμός που ενσκήπτει… …
3σκηπτοῖς — σκηπτός thunderbolt masc dat pl …
4σκηπτοῖσιν — σκηπτός thunderbolt masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5σκηπτοί — σκηπτός thunderbolt masc nom/voc pl …
6σκηπτοῦ — σκηπτός thunderbolt masc gen sg …
7σκηπτούς — σκηπτός thunderbolt masc acc pl …
8σκηπτῶν — σκηπτός thunderbolt masc gen pl …
9σκηπτῷ — σκηπτός thunderbolt masc dat sg …
10σκηπτόν — σκηπτός thunderbolt masc acc sg …
Страницы
- 1
- 2