1σκηνίς — ίδος, ἡ, Α αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …
Dictionary of Greek
2σκηνίδα — σκηνίς fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3σκηνίσιν — σκηνίς fem dat pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)