σκηνή

  • 121ομόσκηνος — η, ο (Α ὁμόσκηνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο αρχ. 1. σύνοικος, συγκάτοικος 2. σύντροφος, φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σκηνή] …

    Dictionary of Greek

  • 122οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …

    Dictionary of Greek

  • 123ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 124ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 125παπυλιών — και παπυλεών, εῶνος και αιῶνος, ό, ΜΑ σκηνή, τέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. papilio, ionis «σκηνή» (πρβλ. γαλλ. pavilion)] …

    Dictionary of Greek

  • 126πλατεία — I Oνομασία πολλών μικρών νησιών του Αιγαίου. Οφείλεται στο πλατύ σχήμα τους. 1. Ένα από τα νησιά της συστάδας των Διαπορίων του Σαρωνικού. 2. Νησί κοντά στην Αίγινα. 3. Νησί κοντά στη Χίο, η αρχαία Πηλούς. 4. Νησί στο βορειοανατολικό άκρο της… …

    Dictionary of Greek

  • 127πούλπιτον — το, Μ 1. εξέδρα, πλατφόρμα 2. σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulpitum «ανάβαθρο, σκηνή θεάτρου»] …

    Dictionary of Greek

  • 128πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… …

    Dictionary of Greek