σκηνοποιίᾳ
1σκηνοποιία — σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc/acc dual σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2σκηνοποιία — η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός] κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου 2. κτίσιμο φωλιάς 3. θεατρική παράσταση 4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης» μτφ. η συχνή μεταβολή… …
3σκηνοποιίᾳ — σκηνοποιίαι , σκηνοποιία tent making fem nom/voc pl σκηνοποιίᾱͅ , σκηνοποιία tent making fem dat sg (attic doric aeolic) …
4σκηνοποιία — η κατασκευή σκηνών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σκηνοποιίας — σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem acc pl σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem gen sg (attic doric aeolic) …
6σκηνοποιίαν — σκηνοποιίᾱν , σκηνοποιία tent making fem acc sg (attic doric aeolic) …
7σκηνοποιίαις — σκηνοποιία tent making fem dat pl …