σκηνη

  • 61θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …

    Dictionary of Greek

  • 62κατασκηνώνω — (AM κατασκηνῶ, όω και, άω, Μ και κατασκηνέω) 1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω μσν. αρχ. αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] …

    Dictionary of Greek

  • 63κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 64κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …

    Dictionary of Greek

  • 65μετασκηνώ — μετασκηνῶ, όω (Α) μεταφέρω τη σκηνή ή την κατοικία μου σε άλλο τόπο ή μεταβαίνω σε άλλη σκηνή ή κατοικία, μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] …

    Dictionary of Greek

  • 66νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …

    Dictionary of Greek

  • 67ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 68παρασκηνώ — (I) άω και έω, Α στήνω την σκηνή μου κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκηνῶ, άω / έω]. (II) όω, Α 1. παρασκηνώ (Ι) 2. απλώνω ύφασμα ως σκηνή ή ως παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκηνῶ, όω (< σκηνή), πρβλ. κατα σκηνώ] …

    Dictionary of Greek

  • 69περισκηνώ — (I) άω ή έω, Α στήνω σκηνές γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ (< σκηνή]. (II) όω Α σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ / όω «στήνω σκηνή»] …

    Dictionary of Greek

  • 70σκηνίδιο — το / σκηνίδιον, ΝΑ [σκηνή] υποκορ. μικρή σκηνή νεοελλ. ανατ. σχηματισμός που το σχήμα του θυμίζει σκηνή («σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας» προέκταση τής σκληράς μήνιγγας, η οποία χωρίζει τους ηνιακούς λοβούς τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων από την… …

    Dictionary of Greek