σκηνη

  • 31Εθνικό θέατρο — Κρατικό θέατρο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1930. Το 1901 ιδρύθηκε το Βασιλικό Θέατρο,τοοποίο στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 22. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1895 1901, σε σχέδια του Γερμανού… …

    Dictionary of Greek

  • 32Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 33κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …

    Dictionary of Greek

  • 34Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 35ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …

    Dictionary of Greek

  • 36αναπίεσμα — Μηχάνημα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με το οποίο ανέβαιναν από τα υποσκήνια στη σκηνή οι ηθοποιοί που παρίσταναν ζωντανά πρόσωπα, ανάλογο με τους σημερινούς καθέκτες (τραμπουκέτα).Ιδιαίτερα το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν… …

    Dictionary of Greek

  • 37αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 38εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …

    Dictionary of Greek

  • 39Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 40Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …

    Dictionary of Greek