σκηνη

  • 101Παρασκευάς, Νικόλαος — (Κωνσταντινούπολη 1888 – Αθήνα 1959). Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1908 στις Σέρρες, με τον θίασο του Ν. Κόκκου. Μετά συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Ροζ. Νίκα, Αικ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… …

    Dictionary of Greek

  • 103Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …

    Dictionary of Greek

  • 104Ταβουλάρης — Επώνυμο ηθοποιών του θεάτρου. 1. Διονύσιος (Ζάκυνθος 1840 – Αθήνα 1928). Το ταλέντο του εκδηλώθηκε πρώιμα στη γενέτειρά του, αργότερα εμφανίζεται στην Πόλη, κοντά στον Ανδρονόπουλο, στη Σμύρνη με τον αδελφό του Σπύρο, ιδρύει με τον Σούτσα θίασο… …

    Dictionary of Greek

  • 105Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε …

    Dictionary of Greek

  • 106сень — род. п. и ж., сюда же сени мн., укр. сiни мн., блр. сенцы (мн.) – то же, др. русск. сѣни мн., ст. слав. сѣнь σκιά, σκότος (Клоц., Остром., Супр.), σκηνή (Супр.), болг. сянка тень; привидение , сербохорв. сjе̏н, род. п. а м. тень , словен. sе̣̑nса …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 107скинья — скиния шатер, переносное святилище древних евреев , церк., русск. цслав., ст. слав. скини, скинии, скиниѩ σκηνή (Зогр., Мар., Остром., Psalt. Sin.). Из греч. σκηνή – то же (Фасмер, Гр. сл. эт. 183; ИОРЯС 12, 2, 275) …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 108άσκηνος — ἄσκηνος, ον (Α) |.1. αυτός που δεν βρίσκεται κάτω από σκηνή, ο υπαίθριος 2. εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, ο αληθινός II. επίρρ. ασκήνως χωρίς σκηνοθεσία, με ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκηνος < σκηνή] …

    Dictionary of Greek

  • 109έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 110αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …

    Dictionary of Greek