σκευῆς

  • 1σκευῆς — σκευάζω prepare fut ind act 2nd sg (doric) σκευή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χαλινός — ο 1. το σύνολο της σκευής που εφαρμόζεται στο κεφάλι του αλόγου. 2. ειδικά, το μετάλλινο εξάρτημα της παραπάνω σκευής που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου. 3. καθετί που συγκρατεί, περιορίζει ορμή, θυμό κ.ά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3AMPHIDROMIA — etsi von fuerit Amphidromiorum publica sollennitas, sed privatorum affectibus conscrata: tamen hîc omittenda nonfuit, quodcum omnes sigillatim homines specter, etiam Δημοτελὴς appellari quodammodo videarut. Igitur Α᾿μφιδρόμια, vel ut alii… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4λόμβαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τῇ Ἀρτέμιδι θυσιῶν ἄρχουσαι, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν παιδιὰν σκευῆς, οι γὰρ φάλητες οὕτω καλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα λομβός, λομβρός*] …

    Dictionary of Greek

  • 5πολυσκευής — ές, Μ (για τραπέζι) αυτός που έχει πολλά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκευής (< σκεῦος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 7χρυσοφάλαρος — ον, ΜΑ (για ίππους) αυτός που έχει χρυσά φάλαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «τμήμα τής σκευής αλόγου»), πρβλ. χαλκο φάλαρος] …

    Dictionary of Greek