σκευά
1σκεύα — τὰ, Α βλ. σκεύος …
2σκευᾶ — σκευάζω prepare fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
3σκεύα — σκεύ̱ᾱ , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …
4σκευάσας — σκευά̱σᾱς , σκευάζω prepare fut part act fem acc pl (doric) σκευά̱σᾱς , σκευάζω prepare fut part act fem gen sg (doric) σκευάσᾱς , σκευάζω prepare aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
5σκευᾶς — σκευᾶ̱ς , σκευάζω prepare fut ind act 2nd sg (doric) σκευή equipment fem gen sg (doric aeolic) …
6σκευάς — σκευά̱ς , σκευή equipment fem acc pl …
7σκευάσαι — σκευά̱σᾱͅ , σκευάζω prepare fut part act fem dat sg (doric) σκευάζω prepare aor inf act σκευάσαῑ , σκευάζω prepare aor opt act 3rd sg …
8σκευάσαις — σκευά̱σαις , σκευάζω prepare fut part act fem dat pl (doric) σκευάζω prepare aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) σκευάζω prepare aor opt act 2nd sg …
9σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …
10Λέκκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Μενίδι της Αττικής. 1. Αθανάσιος. Αιχμαλωτίστηκε στη μάχη του Χαλανδρίου από τους Τούρκους, οι οποίοι αργότερα τον σκότωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. 2. Αναστάσιος. Έδρασε τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Το… …