σκευοφόρῳ
1σκευοφορώ — έω, Α [σκευοφόρος] φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν. β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.) …
2σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg …
3σκευηφορώ — έω, Α βλ. σκευοφορῶ …
4συσκευοφορώ — έω, Α φέρω τον εξοπλισμό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκευοφορῶ «φέρω τα σκεύη»] …