σκευοφόρος
1σκευοφόρος — masc/fem nom sg …
2σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …
3σκευοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει αποσκευές: Στην αρχαία εποχή τα στρατεύματα συνοδεύονταν στην εκστρατεία από σκευοφόρα ζώα. η όχημα για τη μεταφορά αποσκευών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκευοφόροις — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat pl σκευοφόρος masc/fem/neut dat pl …
5σκευοφόρον — σκευοφόρος masc/fem acc sg σκευοφόρος neut nom/voc/acc sg …
6σκευοφόρου — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen sg σκευοφόρος masc/fem/neut gen sg …
7σκευοφόρους — σκευόφορος carrying masc/fem acc pl σκευοφόρος masc/fem acc pl …
8σκευοφόρων — σκευόφορος carrying masc/fem/neut gen pl σκευοφόρος masc/fem/neut gen pl …
9σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg …
10σκευοφόρα — σκευοφόρος neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2