σκευάς
1σκευάς — ᾱ, ὁ, Α (για τους ξιφομάχους που αγωνίζονταν με το αριστερό χέρι) αριστερόχειρας, ζερβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaeva «αριστερόχειρας» (βλ. και λ. σκαιός)] …
2σκευᾶς — σκευᾶ̱ς , σκευάζω prepare fut ind act 2nd sg (doric) σκευή equipment fem gen sg (doric aeolic) …
3σκευάς — σκευά̱ς , σκευή equipment fem acc pl …
4Σκευάς, Δημήτριος — Αγωνιστής από τη Χασιά, γνωστός και ως Χασιώτης. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης. Έπεσε στις 18 Απριλίου 1822 …
5σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …