σκευάριον
1σκευάριον — small vessel neut nom/voc/acc sg …
2σκευάριον — τὸ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια μικρά σκεύη ή αγγεία 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.) 3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων… …
3σκευαρίοις — σκευάριον small vessel neut dat pl …
4σκευαρίου — σκευάριον small vessel neut gen sg …
5σκευαρίων — σκευάριον small vessel neut gen pl …
6σκευάρια — σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl …
7σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… …
8σκευάρι' — σκευάρια , σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl …