σκεπάζω
121σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… …
122υποσκεπώ — άω, Α σκεπάζω, κρύβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκεπῶ «καλύπτω, σκεπάζω»] …
123πλακώνω — πλάκωσα, πλακώθηκα, πλακωμένος 1. πιέζω, σκεπάζω κάτι με βάρη, πέφτω απάνω: Ο Γύφτος αν δεν παινέψει την καλύβα του θα πέσει και θα τον πλακώσει. 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι. 3. μτφ., ορμώ, έρχομαι ορμητικά, σκεπάζω: Μαύρη μαυρίλα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124κατεσκεπασμένον — κατά σκεπάζω cover perf part mp masc acc sg κατά σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc sg …
125περιεσκεπασμένον — περϊεσκεπασμένον , περί σκεπάζω cover perf part mp masc acc sg περϊεσκεπασμένον , περί σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc sg …
126σκεπαζομένας — σκεπαζομένᾱς , σκεπάζω cover pres part mp fem acc pl σκεπαζομένᾱς , σκεπάζω cover pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
127σκεπασάμενον — σκεπᾱσάμενον , σκεπάω cover aor part mid masc acc sg (doric aeolic) σκεπᾱσάμενον , σκεπάω cover aor part mid neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκεπάζω cover aor part mid masc acc sg σκεπάζω cover aor part mid neut nom/voc/acc sg …
128σκεπασάντων — σκεπᾱσάντων , σκεπάω cover aor part act masc/neut gen pl (doric aeolic) σκεπᾱσάντων , σκεπάω cover aor imperat act 3rd pl (doric aeolic) σκεπάζω cover aor part act masc/neut gen pl σκεπάζω cover aor imperat act 3rd pl …