σκεπος
1σκέπος — neut nom/voc/acc sg …
2σκέπος — εος, τὸ, Α σκέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)] …
3σκεπός — ο, Ν 1. σκεπή 2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή:… …
4σκέπει — σκέπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκέπεϊ , σκέπος neut dat sg (epic ionic) σκέπος neut dat sg σκέπω pres ind mp 2nd sg σκέπω pres ind act 3rd sg σκεπάω cover pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σκεπάω cover imperf ind act 3rd sg… …
5σκέπεσι — σκέπος neut dat pl …
6κατάσκεπος — κατάσκεπος, ον (Α) κατασκεπασμένος. επίρρ... κατάσκεπα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό σκεπος, φυλλό σκεπος] …
7φυλλόσκεπος — ον, Α καλυμμένος με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σκεπος (< σκεπός «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος, φιλό σκεπος] …
8φιλόσκεπος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι κάτω από σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος] …
9μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] …
10ολόσκεπος — η, ο ο εξ ολοκλήρου σκεπασμένος, στεγασμένος εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκεπός (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. μισό σκεπος] …