σκελιφρός
1σκελιφρός — και δ. γρφ. σκελεφρός, ά, όν, Α 1. αποξηραμένος 2. ξηρός, κατάξηρος 3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ επίδραση τών τ. σκληφρός*,… …
2σκελεφρός — ά, όν, Α βλ. σκελιφρός …
3(s)kel-3 — (s)kel 3 English meaning: to dry out Deutsche Übersetzung: “austrocknen, dörren” Material: Gk. σκέλλω “trockne from, desiccate “ (trans., Fut. σκελῶ, Aor. ἔσκηλα; intr. Aor. ἔσκλην, perf. ἔσκληκα), σκελετός “ausgetrocknet”, m.… …