σκεδαννύω

  • 1σκεδαννύω — σκεδάννυμι scatter pres subj act 1st sg σκεδάννυμι scatter pres subj act 1st sg σκεδάννυμι scatter pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …

    Dictionary of Greek