σκαφ-εύς
1σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …
2σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] …