σκαφηφόρος
1σκαφηφόρος — masc nom sg …
2σκαφηφόρος — ο / σκαφηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που μεταφέρει σκάφη, λεκάνη ή δίσκο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σκαφηφόροι άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό λειτούργημα, στην πομπή τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.… …
3σκαφηφόρους — σκαφήφορος carrier of masc acc pl σκαφηφόρος masc acc pl …
4σκαφηφόρων — σκαφήφορος carrier of masc gen pl σκαφηφόρος masc gen pl …
5σκαφηφόροι — σκαφηφόρος masc nom/voc pl …
6σκαφηφόρον — σκαφηφόρος masc acc sg …
7σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] …
8σκαφηφορώ — έω, Α [σκαφηφόρος] είμαι σκαφηφόρος* («τὰς παρθένους τῶν μετοίκων σκιαδηφορεῑν ἐν ταῑς πομπαῑς ἠνήγκαζον, τοὺς δὲ ἄνδρας σκαφηφορεῑν», Αιλ.) …
9-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …
10σκαφηφορία — ἡ, ΝΑ [σκαφηφόρος] (στην αρχαία Αθήνα) το τιμητικό αξίωμα τών σκαφηφόρων …