σκαρφαλώνω

  • 1σκαρφαλώνω — σκαρφαλώνω, σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2σκαρφαλώνω — Ν ανεβαίνω σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια μου, αναρριχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τα ρ. σκαλώνω και καρφώνω με συμφυρμό] …

    Dictionary of Greek

  • 3σκαρφαλώνω — σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος, αναρριχιέμαι, ανεβαίνω: Σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4δυσκολοσκαλώνω — σκαρφαλώνω δύσκολα …

    Dictionary of Greek

  • 5αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 6αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …

    Dictionary of Greek

  • 7αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* …

    Dictionary of Greek

  • 8ανέρπω — ἀνέρπω (Α) 1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω 2. ξεπηδώ, αναβλύζω …

    Dictionary of Greek

  • 9αναθέω — ἀναθέω (Α) 1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω 3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θέω] …

    Dictionary of Greek

  • 10αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …

    Dictionary of Greek