σκαρφαλώνω

  • 11αναρριχώμαι — (Α ἀναρριχῶμαι, άομαι) ανεβαίνω, σέρνομαι σε κατακόρυφη ή δύσβατη επιφάνεια, σκαρφαλώνω νεοελλ. 1. (για φυτά) ανεβαίνω και απλώνω τα κλαδιά σε δέντρο ή τοίχο 2. μτφ. ανέρχομαι διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό …

    Dictionary of Greek

  • 12δενδροβατώ — δενδροβατῶ ( έω) (Α) σκαρφαλώνω στα δένδρα …

    Dictionary of Greek

  • 13προσανέρπω — Α ανεβαίνω κάπου έρποντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 14σκαλώνω — Ν [σκάλα] 1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι 2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ 3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε… …

    Dictionary of Greek

  • 15σκαρφάλωμα — το, Ν [σκαρφαλώνω] ανάβαση σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος, που γίνεται με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, αναρρίχηση …

    Dictionary of Greek

  • 16σκαρφαλωτός — ή, ό, Ν [σκαρφαλώνω] αυτός που έχει ανέβει σε κάποιο ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών του («τόν βρήκε σκαρφαλωτό πάνω στη μουριά»). επίρρ... σκαρφαλωτά με τρόπο σκαρφαλωτό …

    Dictionary of Greek

  • 17σκηνοβατώ — έω, ΜΑ [σκηνοβάτης] (αμτβ.) 1. παίζω στο θέατρο 2. ανεβαίνω, σκαρφαλώνω («ἐν τοῑς κρημνοῑς αἰγῶν ἀγρίων δίκην ἐσκηνοβάτουν», Θεοφάν. Ομ.) αρχ. μτφ. 1. υποδύομαι θεατρικό ρόλο, παρουσιάζω κάτι στη σκηνή θεάτρου 2. εμφανίζω, επιδεικνύω, παρουσιάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 18συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …

    Dictionary of Greek

  • 19τοιχοβατώ — έω, Α [τοιχοβάτης] περπατώ, σκαρφαλώνω στους τοίχους …

    Dictionary of Greek

  • 20αναρριχιέμαι — ήθηκα 1. σκαρφαλώνω σε ψηλό και δυσκολοπάτητο μέρος: Ήθελαν να αναρριχηθούν σε μια από τις δυσκολοπάτητες κορφές του βουνού. 2. παίρνω, χωρίς να το αξίζω, μια ανώτερη θέση ή κάποιο σημαντικό αξίωμα: Αναρριχήθηκε σε καθηγητική έδρα στο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)