σκαριφισμός
1σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… …
2σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl …
3σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …