σκαρδαμυκτής
1σκαρδαμύκτης — ὁ, Α [σκαρδαμύσσω] αυτός που ανοιγοκλείνει συχνά τα μάτια του …
2σκαρδαμυκταί — σκαρδαμυκτής one who blinks masc nom/voc pl …
3σκαρδαμυκτώ — σκαρδαμυκτῶ, έω, ΝΑ [σκαρδαμύκτης] σκαρδαμύσσω …
4σκαρδαμυκτῶν — σκαρδαμυκτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκαρδαμυκτής one who blinks masc gen pl …