σκαπάνη
1σκαπάνη — digging tool fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2σκαπάνῃ — σκαπάνη digging tool fem dat sg (attic epic ionic) …
3σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… …
4σκαπάνη — η είδος γεωργικού εργαλείου, τσάπα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σκαπάναι — σκαπάνη digging tool fem nom/voc pl σκαπάνᾱͅ , σκαπάνη digging tool fem dat sg (doric aeolic) …
6σκαπανέων — σκαπάνη digging tool fem gen pl (epic ionic) σκαπανεύς digger masc gen pl σκαπανέω̆ν , σκαπανεύς digger masc gen pl …
7σκαπάναις — σκαπάνη digging tool fem dat pl …
8σκαπάνην — σκαπάνη digging tool fem acc sg (attic epic ionic) …
9σκαπάνης — σκαπάνη digging tool fem gen sg (attic epic ionic) …
10κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …