σκαπέρδαν ἕλκειν

  • 1σκαπέρδα — Είδος παιχνιδιού της αρχαιότητας. Είχε τη μορφή αγωνίσματος και συνηθιζόταν στα Διονύσια. Αυτοί που διαγωνίζονταν, τραβούσαν ο καθένας προς τη μεριά του την άκρη ενός σκοινιού που περνούσε μέσα από μια τρύπα ενός δοκαριού μπηγμένου στο έδαφος.… …

    Dictionary of Greek