σκανδᾰλάριος
1σκανδαλάριος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει στέγες σπιτιών από κομμάτια ξύλου, από πελεκούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scandularius / scindularius «αυτός που κατασκευάζει στέγες από πελεκούδια»] …
1σκανδαλάριος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει στέγες σπιτιών από κομμάτια ξύλου, από πελεκούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scandularius / scindularius «αυτός που κατασκευάζει στέγες από πελεκούδια»] …