σκαμμωνία

  • 11ασφαραγωνία — ἀσφαραγωνία, η (Α) στεφάνι ή μάτσο από σπαράγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφάραγος (II) (πρβλ. βρύωνία, μαδωνία, σκαμμωνία κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 12δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… …

    Dictionary of Greek

  • 13δακτύλι — και δαχτύλι, το (AM δακτύλιον, Μ και δακτύλιν) [δάκτυλος] το μικρό δάχτυλο τού χεριού μσν. νεοελλ. το χέρι («με το δακτύλι τού θεού ήσουν ζωγραφισμένη») νεοελλ. 1. όργανο που χρησιμεύει για να γυμνάζουν τα δάχτυλα τους όσοι μαθαίνουν πιάνο 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 14ιασιώνη — και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη) δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό τής οικογένειας καμπανουλίδες τής τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω τής ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς… …

    Dictionary of Greek

  • 15κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 16σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… …

    Dictionary of Greek

  • 17σκιλλάριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκαμμωνία, θανατηφόρος μυῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκίλλα] …

    Dictionary of Greek

  • 18ՍԱԿԱՄՈՆԻ — ( ) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. ՍԱԿԱՄՈՆԻ կամ ՍԱԿԱՄՈՒՆԻ.յն. սգամմօնիա. σκαμμωνία, ιον scammonia, nium. Խոտ բժշկական, եւ հիւթ նորա. որ կոչի եւ Բաղեղտն խէժ կամ կաթն: Բժշկարան.: ... *Նոխազ սակամոնի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 19escamonea — (Del lat. scammonĕa, y este del gr. σκαμμωνία). 1. f. Gomorresina medicinal sólida y muy purgante, extraída de una hierba de la familia de las Convolvuláceas, que se cría en los países mediterráneos orientales. Es ligera, quebradiza, de color… …

    Diccionario de la lengua española