σκαιός
1Σκαιός — left masc nom sg …
2σκαιός — left masc nom sg …
3Σκαῖος — masc nom sg …
4σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… …
5σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
7Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg …
8σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg …
9Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl …
10σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl …