-
1 разорвать
1. (разделить на части) κόβω, σκίζω 2. (взрывом разнести на части) εκρυγνύω 3. (порвать) σκίζω 4 (напр. договор, отношения и т.п.) διακόπτω- дипломатические отношения - τις διπλωματικές σχέσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разорвать
-
2 раскалывать
διασπώ, σκίζω, διαιρώ, διαχωρίζω-ся διασπώμαι, σκίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскалывать
-
3 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
4 изорвать
изорватьсов (κατα)ξεσκίζω, (ξε)σκίζω, κομματιάζω.
См. также в других словарях:
σκίζω — και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκίζω — Ν βλ. σχίζω … Dictionary of Greek
σκίζω — βλ. σχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
διαδάπτω — (Α) [δάπτω] διασχίζω, σκίζω στα δύο … Dictionary of Greek
διαρρήσσω — (AM) 1. σκίζω 2. καταστρέφω … Dictionary of Greek
λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek