σκήλῃ

  • 1σκήλῃ — σκάλλω stir up aor subj mid 2nd sg σκάλλω stir up aor subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …

    Dictionary of Greek