σκέπ-αρνον

  • 1σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …

    Dictionary of Greek